- παρεμπλάσσω
- και αττ. τ. -άττω Α1. επικαλύπτω, σκεπάζω, φράζω («παρεμπλάσσειν τούς πόρους», Αλέξ. Τραλλ.)2. παθ. παρεμπλάσσομαικαλύπτομαι με έμπλαστρο, φράζομαι («παρεμπλάσσεσθαι τοῑς πόροις», Διοσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐμπλάσσω «περικλείω, περιβάλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.